ροζενμυλλέρειος

ροζενμυλλέρειος
-α, -ο, Ν
φρ. «ροζενμυλλέρειος βόθρος»
ανατ. σχισμοειδές κόλπωμα δίπλα στο φαρυγγικό στόμιο τής ευσταχιανής σάλπιγγας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”